Ούτε η μείωση ΦΠΑ θα βάλει «στοπ» στην ακρίβεια

Η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της αναφέρει σχετικά με την ακρίβεια ότι ο πληθωρισμός σταδιακά θα μειωθεί και θα συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο

Η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ δεν αναμένεται να έχει σημαντική συμβολή στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, σύμφωνα με την Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσίευσε προχθές η ΤτΕ. Οπως αναφέρει η έκθεση, ο περιορισμένος ανταγωνισμός και οι ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλούς κλάδους της αγοράς δεν θα επιτρέψουν τη μετακύλιση της μείωσης του συντελεστή ΦΠΑ στις τιμές λιανικής, η οποία εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένη. Ετσι, ο πληθωρισμός δεν αναμένεται να μειωθεί με τον επιθυμητό ρυθμό.

Ο περιορισμένος ανταγωνισμός και οι ολιγοπωλιακές συνθήκες δεν θα επιτρέψουν τη μετακύλιση της μείωσης του ΦΠΑ στις τιμές λιανικής

Πάντως, η ΤτΕ θεωρεί ότι ο πληθωρισμός σταδιακά θα μειωθεί και θα συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για το σύνολο του 2024, η ΤτΕ υπολογίζει ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 3% και θα πλησιάσει στο 2% μέχρι το 2026, παραμένοντας όμως σε υψηλότερα από τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Πιο επίμονος αναμένεται να είναι ο πληθωρισμός των υπηρεσιών, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί σημαντικά μέσα στο 2025, λόγω πτώσεων στις τιμές μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Σύμφωνα με την έκθεση, η ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024 βασίστηκε στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που προέκυψε από την άνοδο που παρατηρήθηκε στους ονομαστικούς μισθούς. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, οι πραγματικοί μισθοί δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν εκ νέου, λόγω των πληθωριστικών πιέσεων.

Τα επόμενα χρόνια, η κατανάλωση αναμένεται να συνεχίσει να αποτελεί τη βασικότερη συνιστώσα της ανάπτυξης, ενώ εκτιμάται ότι θα καταγραφεί επίσης αύξηση στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Ωστόσο, το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας αναμένεται να συνεχίσει να κινείται σε αρνητικές τιμές, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ενίσχυση της κατανάλωσης αναμένεται να προκαλέσουν αύξηση των εισαγωγών. Συνολικά, η ΤτΕ προβλέπει ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024 και θα ανέβει στο 2,5% το 2025. Στη συνέχεια, όμως, η ανάπτυξη αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 2,3% το 2026 και στο 2% το 2027. Οπως επισημαίνει η ΤτΕ, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στον «σωστό δρόμο», όμως θα πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για την οικονομική ανάκαμψη ώστε να συγκλίνει με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Βασικά εμπόδια σε αυτήν την πορεία θεωρούνται οι εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η έλλειψη ανταγωνισμού, το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο επενδυτικό κενό, η χαμηλή αποταμίευση, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η μικρή συμμετοχή γυναικών και νέων στο εργατικό δυναμικό, καθώς και η γήρανση του πληθυσμού. Σε αυτά προστίθενται και οι διεθνείς προκλήσεις, όπως είναι οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η κλιματική κρίση, η ενεργειακή (αν)ασφάλεια, η μετάβαση προς την κυκλική οικονομία, η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και η αναβίωση της τάσης προς τον εμπορικό προστατευτισμό.

Θετικά μηνύματα για τα επιτόκια δανεισμού

Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η ΤτΕ εκτιμά ότι τα επιτόκια δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία. Οπως αναφέρει, η γενικευμένη αποκλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων είναι συνεπής με την – αναμενόμενη – μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, την υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές κεφαλαίων λόγω επενδυτικής βαθμίδας και την υψηλή ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών.

Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει ότι μειώνεται το περιθώριο μεταξύ των επιτοκίων δανείων και καταθέσεων, πλησιάζοντας τα ευρωπαϊκά μεγέθη. Σε ό,τι αφορά τον δανεισμό των επιχειρήσεων, εκτιμάται ότι η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί το επόμενο διάστημα. Το ίδιο ισχύει και για τα καταναλωτικά δάνεια των ιδιωτών, αν και αναμένεται αυστηροποίηση των κριτηρίων χρηματοδότησης. Το αντίθετο αναμένεται να συμβεί στα στεγαστικά, στα οποία προβλέπεται αύξηση της ζήτησης και παράλληλα της χρηματοδότησης, με την ενίσχυση και του προγράμματος «Σπίτι Μου ΙΙ».

Σχετικά

Αφήστε ένα σχόλιο